πλούμος

πλούμος
ὁ, και πλοῡμον, τὸ, Μ
πτίλα, μικρά φτερά για το γέμισμα τών προσκεφαλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pluma «χνούδι, πούπουλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορθόπλουμος — ὀρθόπλουμος, ον (Α) πλουμισμένος με φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πλουμος (< πλουμίον «διακοσμητικό σχέδιο» < λατ. pluma), πρβλ. έμ πλουμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”